- πιλησει
- πιλήσειArph. в произнош. скифа = φιλήσεις (см. φιλέω См. φιλεω)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πιλήσει — πίλησις compression of wool fem nom/voc/acc dual (attic epic) πιλήσεϊ , πίλησις compression of wool fem dat sg (epic) πίλησις compression of wool fem dat sg (attic ionic) πί̱λησις compression of wool fem nom/voc/acc dual (attic epic) πιλήσεϊ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλήσει — Α (κωμική λ., βαρβαρισμός από τον Σκύθη στις Θεσμοφοριάζουσες τού Αριστοφάνη) φιλήσεις … Dictionary of Greek